- χειρουργικοί
- χειρουργικόςof technical dexteritymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
τόνιος — ία, ον, Α [τόνος] 1. τονικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τόνια οι χειρουργικοί επίδεσμοι … Dictionary of Greek